Η ΒΟΥΒΗ ΚΑΜΠΑΝΑ
Σήμανε καμπάνα της Αγιάς Σοφιάς,
σήμανε με πόνο να σ' ακούσουν όλοι.
Πάει η χαρά της δόξας και της ομορφιάς,
πάει, μας την παίρνουν τη χρυσή μας πόλη!
Χτύπα το γλωσσίδι δυνατά, γιατί
είναι κι άλλοι τόσοι μέσ' στα κάστρα πέρα:
κράξε να σ' ακούσουν να' ρθουνε κι αυτοί,
χτυπά το γλωσσίδι, σχίζε τον αγέρα!
Έρχοντ' οι άρχοντοι, έρχοντ' οι λαοί,
να κι ο βασιλιάς μας θλιβερά προβάλλει...
Την στερνήν ημέραν, το στερνό πρωί,
το στερνό τον όρθρο ποιος θα τόνε ψάλει;
Με θλιμμένη όψη στο Χριστό μπροστά
ο παπάς προβάλλει στην Ωραία Πύλη,
το χρυσό ποτήρι τρέμοντας βαστά
κι αγκαλιάζοντ' όλοι, γίνοντ' όλοι φίλοι.
Πάει η χαρά της δόξας και της ομορφιάς,
πάει μας τήνε παίρνουν τη χρυσή μας Πόλη.
Σήμανε, καμπάνα της Αγιάς Σοφιάς,
χτύπα το γλωσσίδι να σ' ακούσουν όλοι.
- Αχ! πως θα σημάνω; ήρθε χθες εδώ κάποιος,
όπου λάμψη γύρω του σκορπάει,
και πριν τον ιδώ, πήρε το γλωσσίδι κι έφυγε και πάει.
Κι άκουσα να λέγει μ' ένα βογγητό
άλλος, μα ποιος ήταν ούτε καν τον είδα:
-Γιατί της το παίρνεις το γλωσσίδι αυτό;
Γιατί της την παίρνεις την στερνήν ελπίδα;
Κι αποκρίθη εκείνος: - Τι το θέλεις; τι;
θα σωπάσει χρόνια, που ουτ' εγώ δεν ξέρω,
και κανείς σας τώρα μη μου το ζητεί - όταν θα 'ρθει η ώρα, θα το ξαναφέρω.
Σήμανε καμπάνα της Αγιάς Σοφιάς,
σήμανε με πόνο να σ' ακούσουν όλοι.
Πάει η χαρά της δόξας και της ομορφιάς,
πάει, μας την παίρνουν τη χρυσή μας πόλη!
Χτύπα το γλωσσίδι δυνατά, γιατί
είναι κι άλλοι τόσοι μέσ' στα κάστρα πέρα:
κράξε να σ' ακούσουν να' ρθουνε κι αυτοί,
χτυπά το γλωσσίδι, σχίζε τον αγέρα!
Έρχοντ' οι άρχοντοι, έρχοντ' οι λαοί,
να κι ο βασιλιάς μας θλιβερά προβάλλει...
Την στερνήν ημέραν, το στερνό πρωί,
το στερνό τον όρθρο ποιος θα τόνε ψάλει;
Με θλιμμένη όψη στο Χριστό μπροστά
ο παπάς προβάλλει στην Ωραία Πύλη,
το χρυσό ποτήρι τρέμοντας βαστά
κι αγκαλιάζοντ' όλοι, γίνοντ' όλοι φίλοι.
Πάει η χαρά της δόξας και της ομορφιάς,
πάει μας τήνε παίρνουν τη χρυσή μας Πόλη.
Σήμανε, καμπάνα της Αγιάς Σοφιάς,
χτύπα το γλωσσίδι να σ' ακούσουν όλοι.
- Αχ! πως θα σημάνω; ήρθε χθες εδώ κάποιος,
όπου λάμψη γύρω του σκορπάει,
και πριν τον ιδώ, πήρε το γλωσσίδι κι έφυγε και πάει.
Κι άκουσα να λέγει μ' ένα βογγητό
άλλος, μα ποιος ήταν ούτε καν τον είδα:
-Γιατί της το παίρνεις το γλωσσίδι αυτό;
Γιατί της την παίρνεις την στερνήν ελπίδα;
Κι αποκρίθη εκείνος: - Τι το θέλεις; τι;
θα σωπάσει χρόνια, που ουτ' εγώ δεν ξέρω,
και κανείς σας τώρα μη μου το ζητεί - όταν θα 'ρθει η ώρα, θα το ξαναφέρω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου