Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Δυὸ Ζεστὰ Χέρια...

Οἱ δρόμοι τῆς Ἀθήνας ἦταν ἀκόμη ἔρημοι. Χαράματα
χειμωνιάτικης ἡμέρας. Ὁ ἀγαθὸς Ἱερέας ἐβάδιζε γιὰ τὴν
Ἐκκλησία του, ὅπου θὰ ἔψελνε τὸν Ὄρθρο.

Ξάφνου, μιὰ μισοσβησμένη φωνή,
ἀπὸ τὴν γωνιὰ τοῦ δρόμου, τὸν σταματᾶ.
Ἦταν ἕνας ρακένδυτος γέρος ζητιάνος, ποὺ ἅπλωνε
τὸ ἰσχνὸ χέρι του ζητώντας βοήθεια. 
Ὁ παπᾶς, πατέρας πολυμελοῦς οἰκογένειας,
τοῦ κάκου ψάχνει καὶ ξαναψάχνει τὶς τσέπες του.
Δὲν βρίσκει οὔτε πεντάρα. Λυπᾶται πολὺ γι’ αὐτό... 
Τότε, αὐθόρμητα, σκύβει στὸν ζητιάνο, ἀδράχνει μὲ τὰ ζεστά,
πατρικά του χέρια τὸ σκελετωμένο χέρι ποὺ ἁπλωνόταν, τὸ σφίγγει καὶ μὲ φωνὴ γεμάτη ἀγάπη καὶ συμπόνια, λέει:

Ἀδελφέ μου, δὲ βρίσκω τίποτε νὰ σοῦ δώσω...
Θὰ ξαναπεράσω νὰ σὲ βρῶ, σὰν θὰ ἔχω κάτι γιὰ σένα... ●
Τὰ ζεστὰ χέρια τοῦ παπᾶ θέρμαναν τὸ παγωμένο χέρι
τοῦ ζητιάνου. Ἡ ἁπαλὴ καὶ στοργικὴ φωνή του γλύκανε
σὰν χάδι τὴν βασανισμένη του καρδιά. 
Κι ὁ ζητιάνος τότε, μὲ νέα φωνή, ἀπαντᾶ:

Δέσποτα, μοῦ ἔδωσες τὸ πᾶν... Νὰ ἤξερες πόσα χρόνια

εἶχε νὰ πιάσει ἀνθρώπινο χέρι τὸ δικό μου!...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου