Δύο Ζεστά Χέρια..
Οἱ δρόμοι τῆς Ἀθήνας ἦταν ἀκόμη ἔρημοι. Χαράματα
χειμωνιάτικης ἡμέρας. Ὁ ἀγαθὸς Ἱερέας ἐβάδιζε γιὰ τὴν
Ἐκκλησία του, ὅπου θὰ ἔψελνε τὸν Ὄρθρο.
●
Ξάφνου, μιὰ μισοσβησμένη φωνή,
ἀπὸ τὴν γωνιὰ τοῦ δρόμου, τὸν σταματᾶ.
Ἦταν ἕνας ρακένδυτος γέρος ζητιάνος, ποὺ ἅπλωνε
τὸ ἰσχνὸ χέρι του ζητώντας βοήθεια.
●
Ὁ παπᾶς, πατέρας πολυμελοῦς οἰκογένειας,
τοῦ κάκου ψάχνει καὶ ξαναψάχνει τὶς τσέπες του.
Δὲν βρίσκει οὔτε πεντάρα. Λυπᾶται πολὺ γι’ αὐτό...
●
Τότε, αὐθόρμητα, σκύβει στὸν ζητιάνο, ἀδράχνει μὲ τὰ ζεστά,
πατρικά του χέρια τὸ σκελετωμένο χέρι ποὺ ἁπλωνόταν,
τὸ σφίγγει καὶ μὲ φωνὴ γεμάτη ἀγάπη καὶ συμπόνια, λέει:
Ἀδελφέ μου, δὲ βρίσκω τίποτε νὰ σοῦ δώσω...
Θὰ ξαναπεράσω νὰ σὲ βρῶ, σὰν θὰ ἔχω κάτι γιὰ σένα...
●
Τὰ ζεστὰ χέρια τοῦ παπᾶ θέρμαναν τὸ παγωμένο χέρι
τοῦ ζητιάνου. Ἡ ἁπαλὴ καὶ στοργικὴ φωνή του γλύκανε
σὰν χάδι τὴν βασανισμένη του καρδιά.
●
Κι ὁ ζητιάνος τότε, μὲ νέα φωνή, ἀπαντᾶ:
Δέσποτα, μοῦ ἔδωσες τὸ πᾶν... Νὰ ἤξερες πόσα χρόνια
εἶχε νὰ πιάσει ἀνθρώπινο χέρι τὸ δικό μου!...
Πηγή: www.romnios.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου