Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019


Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος
Ο Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος (το πραγματικό του επώνυμο ήταν Τούλιος αλλά από την πολλή αγάπη του προς τη γενέτειρα του, το αντικατέστησε με το Πάριος) ήταν ένας επιφανής θεολόγος και μέγας διδάσκαλος του Γένους, από τους πολυγραφότερους και σπουδαιότερους συγγραφείς της εποχής του. Γεννήθηκε στο Κώστο της Πάρου το 1722 μ.Χ. Ο πατέρας του Απόστολος καταγόταν από την Καταβατή Σίφνου, που και σήμερα ζουν εκεί Τούλιοι η Τόληδες. Η μητέρα του ήταν Παριανή, από το αρχοντικό γένος Δαμία.

Την πρώτη του παιδεία την έλαβε στη γενέτειρα του και συνέχισε, το 1745 μ.Χ., στη Σμύρνη κοντά στον Ιερόθεο Δενδρινό και τον Ιατροφιλόσοφο Χριστόδουλο. Το 1752 μ.Χ. αναχώρησε για το Άγιο Όρος και γράφτηκε στην περιώνυμη Αθωνιάδα Σχολή, που διηύθυνε ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης και αργότερα ο Ευγένιος Βούλγαρης. Μαθήματα άκουσε αργότερα στην Κέρκυρα και από τον Νικηφόρο Θεοτόκη. Με παράκληση του Παν. Παλαμά ήλθε στο Μεσολόγγι αλλά μετακλήθηκε στη Θεσσαλονίκη για να διδάξει (1767 - 1770 μ.Χ.). Από την Αθωνιάδα Σχολή, όπου κλήθηκε για να διδάξει, αναγκάστηκε να αποχωρήσει εξαιτίας της αναμίξεως του στις έριδες των Κολλυβάδων. Έφτασε στη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε τη διεύθυνση της εκεί Σχολής μέχρι το 1786 μ.Χ. Επιθυμώντας να επιστρέψει στην Πάρο, αναχώρησε στα τέλη του 1786 μ.Χ. από τη Θεσσαλονίκη, αλλά τελικά βρέθηκε στη Χίο.

Διευθυντής της Σχολής της Χίου κατόρθωσε να τη διευρύνει και να την οδηγήσει σε μεγάλη ακμή (1788 - 1811 μ.Χ.). Σε ηλικία 90 περίπου χρόνων αποσύρθηκε στο μονίδριο του Αγίου Γεωργίου Ρευστών, όπου πέθανε στις 24 Ιουνίου 1813 μ.Χ. Στην επιτύμβια πλάκα ο συνασκητής του Όσιος Νικηφόρος (βλέπε 1 Μαίου)  έγραψε:

«Η πολύκροτος Αθανασίου φήμη
Η περικλεής και πανένδοτος μνήμη
Πάντων τοις ωσίν ενηχεί θαυμασίως
Και εις έπαινον πάντας κινεί αξίως....».

Στον ίδιο τάφο ετάφη αργότερα ο Όσιος Νικηφόρος. Τα οστά του οσίου Αθανασίου μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκειο του εκεί ναϋδρίου, αλλά αποτεφρώθηκαν κατά τον εμπρησμό του 1822 μ.Χ.

Η Αγιοκατάταξη του Αγίου Αθανασίου έγινε το 1995 μ.Χ. Ακολουθία προς τιμήν του αγίου έγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.

Ο Αθανάσιος ανήκει στη μεγάλη χορεία των διδασκάλων του Γένους που με όλη τους τη δύναμη εργάστηκαν ακαταπόνητα για τη μόρφωση του. Πρέπει όμως να σημειωθεί εδώ ότι ο Πάριος διδάσκαλος ήταν πολέμιος των νέων ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επαναστάσεως, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να ξεσηκώσει τη σφοδρότατη διαμαρτυρία του Αδαμάντιου Κοραή.

Το συγγραφικό έργο του καλύπτει ευρύτατο χώρο της θεολογικής και της θύραθεν επιστήμης. Τα έργα του, εκδομένα και ανέκδοτα, θα μπορούσαν να καταταγούν στις παρακάτω γενικές κατηγορίες: Απολογητικά, Δογματοκανονικά, Λειτουργικά, Παιδαγωγικά, Βιογραφικά, Ποιητικά, Ομιλίες - λόγοι, Επιστολές.

πηγή: http://www.saint.gr
ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ

Την ημέρα αυτή η Αγία μας εκκλησία εορτάζει το γενέθλιο του ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννη. Ο πατέρας του Ζαχαρίας, ήταν ιερέας. Κάποια ημέρα την ώρα του θυμιάματος, είδε μέσα στο θυσιαστήριο άγγελο Κυρίου, ο οποίος του ανήγγειλε ότι θα αποκτούσε γιο τον οποίο θα ονόμαζε Ιωάννη. Ο Ζαχαρίας σκίρτησε από χαρά , αλλά δυσπιστούσε. Η γυναίκα του ήταν ηλικιωμένη και στείρα και άρα ήταν αδύνατο να κυοφορήσει και αυτές τις αμφιβολίες τις εξέφρασε στον άγγελο ο οποίος του απάντησε ότι το παιδί θα γεννηθεί και εκείνος θα τιμωρηθεί για την απιστία του, παραμένοντας κωφάλαλος μέχρι να πραγματοποιηθεί η βουλή του Θεού. Πράγματι η γυναίκα του η Ελισάβετ συνέλαβε και μετά από εννέα μήνες γέννησε γιο. Οκτώ ημέρες μετά τη γέννηση κατά την περιτομή του παιδιού οι συγγενείς, θέλησαν να του δώσουν το όνομα του πατέρα του δηλ. Ζαχαρία. Όμως ο Ζαχαρίας έγραψε επάνω στο πινακίδιο το όνομα Ιωάννης. Αμέσως λύθηκε η γλώσσα του και όλοι οι παριστάμενοι πλημμύρισαν χαρά κι ελπίδα, διότι κατάλαβαν ότι γεννήθηκε ο Πρόδρομος της παρουσίας του αναμενόμενου Μεσσία. Ο Ιωάννης δε διέθετε μόνο το χάρισμα της προφητείας, αλλά αξιώθηκε και τη μεγαλύτερη χαρά και τιμή. Βάπτισε το Μεσσία Χριστό, τον οποίο και ομολογούσε σ’ όλη του τη ζωή.


Βοήθειά μας!

πηγή: .www.saint.gr




"Κυβερνιόμαστε από την ελεύθερη βούλησή μας και δεν καταναγκαζόμαστε από το πεπρωμένο.
Γι' αυτό και ο Θεός υποσχέθηκε βασιλεία ουράνια και απείλησε με τιμωρία."

"Τίποτε δεν κάνει τη διδασκαλία τόσο ελκυστική και επαγωγική,όσο το να αγαπάει κανείς και να ανταγαπιέται"

"Η διαπαιδαγώγηση με βάση τις ουράνιες αλήθειες του Χριστιανισμού κάνει την ψυχή μεγάλη και πνευματικά ανώτερη."

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019



Θεόδωρος Κολοκοτρώνης:"Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους"
Πως ειπώθηκε αυτή η φράση;

Η Πελοπόννησος ακόμη δέχεται μεγάλες λεηλασίες από τους Αιγύπτιους, ενώ η πίεση αυτή αρχίζει επηρεάζει αρνητικά την επανάσταση…

Στις αρχές του 1827 η Πελοπόννησος εξακολουθούσε να υφίσταται λεηλασίες και καταστροφές από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.
Πολλές φορές οι Αιγύπτιοι επέστρεφαν για δεύτερη φορά στο σημείο από το οποίο είχαν περάσει λίγες ημέρες νωρίτερα, ολοκληρώνοντας την καταστροφή. Οι περισσότερες εστίες αντίστασης είχαν εξουδετερωθεί.
Παρόλα αυτά, οι Αιγύπτιοι δέχονταν συνεχείς επιθέσεις ελληνικών τμημάτων στρατιωτών και χωρικών, οι οποίοι, καθώς δεν μπορούσαν να δώσουν μετωπική μάχη, πλευροκοπούσαν τις εχθρικές φάλαγγες ή τις κτυπούσαν από τα νώτα προκαλώντας σε αυτές μεγάλες απώλειες.
Οι Πελοποννήσιοι συνέχιζαν τη συγκινητική τους αντίσταση εξαντλημένοι, πεινασμένοι και άοπλοι οι περισσότεροι, παρόλο που ο Ιμπραήμ εφήρμοσε τη μέθοδο του προσκυνήματος σε μεγάλη κλίμακα, ιδιαίτερα μετά την επιστροφή του από το Μεσολόγγι.

Προσκύνημα ονομαζόταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η δήλωση υποταγής μεμονωμένων ατόμων η ολόκληρων ομάδων ή και περιοχών προς τον κατακτητή, εναντίον του οποίου είχαν εξεγερθεί. Οι Τούρκοι έδιναν στους προσκυνημένους ειδικό πιστοποιητικό, γνωστό ως «ράι μπουγιουρντί» ή «προσκυνοχάρτι».
Με αυτόν τον τρόπο οι επαναστατημένοι επανέρχονταν στην κατάσταση του υπάκουου υπηκόου.
Ο Κολοκοτρώνης ανέφερε στα απομνημονεύματά του ότι όσοι οπλαρχηγοί προσκυνούσαν, κυρίως λόγω των υψηλών χρηματικών αμοιβών που τους υποσχέθηκε ο Ιμπραήμ, ήταν πρώην μισθοφόροι στην υπηρεσία των προκρίτων του Μοριά.
Ένας από τους πιο σημαντικούς οπλαρχηγούς που άλλαξε στρατόπεδο ήταν ο Δημήτριος Νενέκος από το χωριό Ζουμπάτα της Αχαϊας. Ήταν αρβανίτικης καταγωγής, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού του και των γύρω χωριών.
Το παράδειγμα του οπλαρχηγού Νενέκου που είχε πολεμήσει γενναία τον Ιμπραήμ, αλλά τελικά τον προσκύνησε, ακολούθησαν σύντομα οι συγχωριανοί του και έπειτα πολλοί από τους Αρβανίτες των γειτονικών περιοχών. Οι περισσότεροι όμως αναγκάσθηκαν να προσκυνήσουν εξαιτίας της τρομοκρατίας που ασκούσαν οι άνθρωποι του Νενέκου.
Για τους Τούρκους είχε ιδιαίτερη σημασία ότι ο Νενέκος, πριν προσχωρήσει στο δικό τους στρατόπεδο, είχε φήμη γενναίου πολεμιστή και έχαιρε γενικής εκτίμησης. Αυτό το κύρος του εκμεταλλεύθηκαν οι εχθροί και τον περιέβαλαν με μεγάλη εμπιστοσύνη και αίγλη, απονέμοντάς του με φιρμάνι τον τίτλο του μπέη. Πιστοί συνεργάτες του Νενέκου γίνονταν και όσοι από τους κατοίκους, χάρη σ’ αυτόν, ελευθερώνονταν από την τουρκική αιχμαλωσία.
Δεν έλειψαν φυσικά και εκείνοι που, εξαιτίας προσωπικών διαφορών με τους συμπατριώτες τους, πρόδιδαν εκείνους που δεν είχαν δεχθεί να υποταχθούν ξανά στον σουλτάνο.
Σ’ αυτές τις πράξεις ωθούντο και από την επιθυμία αρπαγής της κινητής τους περιουσίας, των ζώων και των εφοδίων, τα οποία μεταπωλούσαν στον τουρκικό πληθυσμό της Πάτρας. Έτσι, οι βίαια και από φόβο προσκυνημένοι πολλαπλασίαζαν το κακό και έδιναν μια θλιβερή εικόνα προδοσίας που εκτεινόταν από την Ηλεία ως την Πάτρα, τη Βοστίτσα και τα Καλάβρυτα.
Τότε ο Κολοκοτρώνης προσέφερε την τελευταία μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα. Υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ο Γέρος στην κυριολεξία «ξαναζωντάνεψε» την «ετοιμοθάνατη» Επανάσταση.
Με το σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» απάντησε με μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ. Μεταχειριζόμενος σκληρά μέτρα, απέτρεψε τον λαό της Πελοποννήσου από το προσκύνημα.
Όσα χωριά αρνούντο να επανέλθουν στο ελληνικό στρατόπεδο, δέχονταν αιφνιδιαστικές επιθέσεις από τους άνδρες του Γέρου. Σε όλον τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος συλλαμβάνονταν και εκτελούντο.
Στις πλατείες των χωριών, οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έκαναν τους διστακτικούς κατοίκους να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις του Έλληνα στρατηγού.
Οι αδύναμοι, άβουλοι και τρομοκρατημένοι αγρότες αντιμετώπιζαν τώρα τον ίδιο κίνδυνο, τον οποίο προσπαθούσαν να αποφύγουν με την υποταγή τους.
Μέσα στις τρομερά αντίξοες συνθήκες, που αυξάνονταν από την απροθυμία της Αντικυβερνητικής Επιτροπής να βοηθήσει τον Γέρο με χρήματα και με πολεμοφόδια, εκείνος έβλεπε ότι μόνο με τέτοιου είδους μέτρα θα μπορούσε να αποσοβήσει τη μεγάλη καταστροφή.
Ταυτόχρονα βέβαια, προσπαθούσε με νουθεσίες να επαναφέρει τους προσκυνημένους στο πατριωτικό τους χρέος. Πολλοί μικροκαπεταναίοι που είχαν γίνει σύντροφοι του Νενέκου επέστρεψαν στα ελληνικά στρατόπεδα και ολόκληρα χωριά έπαυσαν πλέον να έχουν επαφές με τον εχθρό.
Ο Νενέκος, παρόλα αυτά, παρέμεινε πιστός στον Ιμπραήμ.
Κάποτε μάλιστα, μεταβαίνοντας ο Αιγύπτιος αρχηγός από την Πάτρα στα Καλάβρυτα, παραδρόμησε, χάθηκε σε ένα δάσος και έμεινε μόνος του χωρίς τη σωματοφυλακή του, μόνο με έναν συνοδό.
Όταν κατάλαβε το λάθος του, είχε απομακρυνθεί πάρα πολύ από τους στρατιώτες του. Προσπαθώντας να βρει τον σωστό δρόμο, συνάντησε τον Νενέκο που με τους δικούς του οπλοφόρους ακολουθούσε πάντα τις αιγυπτιακές φάλαγγες ως οπισθοφυλακή.
Χρειάσθηκε να βαδίσουν ώρες μαζί για ολόκληρη σχεδόν την υπόλοιπη ημέρα. Τότε ο Νενέκος μπορούσε να συλλάβει αν ήθελε τον Ιμπραήμ ή να τον σκοτώσει. Εκεί κοντά μάλιστα βρισκόταν το μοναστήρι της Μακελαριάς, το οποίο ήταν απόρθητο.
Σε κοντινή απόσταση επίσης βρισκόταν και η ασφαλέστερη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου.
Οι Αιγύπτιοι δεν θα γνώριζαν τι απέγινε ο αρχηγός τους. Ο αιχμάλωτος Ιμπραήμ θα αποτελούσε το πιο ισχυρό όπλο στα χέρια των επαναστατών.
Ήταν σίγουρο ότι ο πασάς της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλι δεν θα διακινδύνευε για κανέναν λόγο τη ζωή του αγαπημένου του γιου. Όμως, ο Αλβανός οπλαρχηγός αποδείχθηκε αντάξιος της εμπιστοσύνης του Ιμπραήμ και η Επανάσταση έχασε μια μοναδική ευκαιρία.
Ο Κολοκοτρώνης έδωσε εντολή να εκτελεστεί και να γίνει παράδειγμα προς αποφυγήν.
Στα απομνημονεύματά του γράφει:
Εἰς τὰ 1826, ὅταν ἐπρωτοπροσκύνησε, εἶχα διατάξει ἕναν λεγόμενον Σαγιᾶ νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ Σαγιᾶς μοῦ ἐζήτησε τὴν ἄδειαν καὶ ἐγὼ εἶχα τὴν ὄρεξιν, καὶ πάλιν ὅταν ἄκουσα καὶ ἐσκλάβωσε τοὺς Ἕλληνας τὸν ἐντεμπίχιασα μὲ ἕνα γράμμα: «Ἄπιστε, διατί δὲν τὸν σκοτώνεις, ποὺ ἀκόμη μὲ τοὺς Τούρκους εἶναι, ἀφοῦ ἦλθε ὁ Κυβερνήτης;» Τότε ὁ Σαγιᾶς ἔσμιξε τὸν Νενέκο καὶ ἐσκοτώθη ὁ Νενέκος.
Ο Σαγιάς που λέγεται ότι ήταν συγγενής του, το μετάνοιωσε. Για αυτό και δεν εκτελούσε την αποστολή του.
Η παραπάνω εντολή του Γέρου όμως δεν άφηνε περιθώρια.
Του έστησε παγίδα και αν αληθεύει το δημοτικό τραγούδι, η δολοφονία του προδότη έγινε ως εξής
σκότωσαν τον καπετάν Νενέκο,
και τον Αγγελή Σκιαδά, (μάλλον συνοδός του Νενέκου)
Άι άτιμε Σαγιά σαν τους κάλεσες να βαφτίσουν το παιδί
αυτούς έφαγες μπαμπέσικα.
Πάντως, ο φόνος του Νενέκου τελείωσε οριστικά το προσκύνημα και η επανάσταση συνεχίστηκε.
πηγή:www.pentapostagma.gr



"Τα φερσίματα των παιδιών έχουν άμεση σχέση με την κατάσταση των γονέων.
Ούτε μια φορά δεν πρέπει να τους δουν τα παιδιά να τσακώνονται ή να υψώνουν τον τόνο της φωνής τους ο ένας στον άλλο.
Πρέπει να προσέχουν τη συμπεριφορά τους, ακόμη και μπροστά στα νήπια.
Δεν πρέπει να σκέφτονται,"μικρό είναι,δεν καταλαβαίνει".
Όταν τα παιδιά πληγώνονται από την κακή μεταξύ των γονέων συμπεριφορά,
χάνουν δυνάμεις και διάθεση να προχωρήσουν στην πρόοδο."

"Αυτά που θέλετε να πείτε στα παιδιά σας,να τα λέτε στην προσευχή σας.
Τα παιδιά δεν ακούνε με τα αυτιά.
Μόνο όταν έρχεται η Θεία Χάρις που τα φωτίζει,τότε ακούνε αυτά που θέλουμε να τους πούμε.
Όταν θέλετε να πείτε κάτι στα παιδιά σας,πέστε το στην Παναγία και Αυτή θα ενεργήσει.
Η προσευχή σας αυτή θα γίνει ζωογόνος πνοή,πνευματικό χάδι,που χαϊδεύει, αγκαλιάζει, έλκει τα παιδιά."

"Να εύχεσαι έτσι απλά,απλά και ταπεινά,με πίστη απλή χωρίς να περιμένεις να απαντήσει ο Θεός. Χωρίς να δεις το χέρι Του,ή το πρόσωπό Του ή το φωτισμό Του.
Τίποτα! Να πιστεύεις! Εφόσον μιλάς με το Θεό,μιλάς πραγματικά με το Θεό."

Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης


"Oι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα δεν γεύτηκαν την χαρά της θυσίας και δεν αγαπούν τον κόπο.Μπήκε η τεμπελιά, το βόλεμα,η πολλή άνεση.
Έλειψε το φιλότιμο,η θυσία.Θεωρούν κατόρθωμα,όταν καταφέρνουν χωρίς κόπο να πετύχουν κάτι,όταν βολεύονται.
Ενώ,αν αντιμετώπιζαν τα πράγματα πνευματικά,θα έπρεπε τότε να χαίρονται,γιατί τους δίνεται ευκαιρία για αγώνα."

"-Γέροντα,σας παρακαλώ,ευχηθήτε να γίνω καλά.
-Δεν σε συμφέρει να κάνω προσευχή γι'αυτό το θέμα.
Αν κάνεις υπομονή με πίστη στο Θεό,θα πάρεις σύνταξη από το Υγειονομικό του Θεού,η οποία είναι μεγαλύτερη από την σύνταξη του ΟΓΑ.
Διάβασα κάπου ότι ένας άρρωστος παρακαλούσε τον Άγιο Παντελεήμονα για να τον κάνει καλά.
Ο Άγιος όμως δεν τον θεράπευε και αυτός συνέχιζε να τον παρακαλεί.
Τελικά θεραπεύτηκε. Όταν πέθανε και πήγε στην άλλη ζωή,είδε ότι εξαιτίας της θεραπείας του έχασε πολλά στεφάνια.
Τότε είπε στον Άγιο Παντελεήμονα:
"Γιατί με θεράπευσες ,αφού γνώριζες ότι θα χάσω πολλά στεφάνια;"

Άγιος Παίσιος ο Αγιορείτης

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019


Η γερόντισσα Λαμπρινή από την Άρτα

Ο κ. Ανδρέας Νικολάου από τα Καλομόδια Άρτας σημειώνει:

«Οι γονείς μου και κυρίως η γιαγιά μου από πολύ μικρό μου μιλούσαν για την γιαγιά Λαμπρινή και τα χαρίσματά της. Ειδικά η γιαγιά μου την ακολουθούσε παντού σε όποιες Εκκλησίες πήγαινε και περπατούσαν ώρες μέχρι να φθάσουν. Δεν έδινα και μεγάλη σημασία σ' αυτά που άκουγα, για τις ατέλειωτες ώρες προσευχής, για τις ελάχιστες ώρες ύπνου (δύο ώρες το εικοσιτετράωρο), για τα χαρίσματα της.

Την σεβόμουνα σαν γριούλα πού ήταν, αλλά όσο μεγάλωνα διαπίστωνα ότι υποβάλλεται με χαρά σε μεγάλες και σκληρές δοκιμασίες (νηστείες και αγρυπνίες). Παρατηρούσα κάθε φορά που μεταλάμβανε στην Εκκλησία το πρόσωπο της να λάμπει.


Όταν με συναντούσε μετά την θεία Λειτουργία, με χάϊδευε στοργικά στο κεφάλι και ένιωθα τότε να μην πατάω στην γη. Αυτό με έκανε να επιζητώ πιο συχνά να είμαι μαζί της.

«Κάποιο καλοκαίρι πού είχα τελειώσει την πρώτη τάξη δημοτικού, η γιαγιά Λαμπρινή με άλλες γυναίκες πήγαν κα! άνοιξαν την Εκκλησία των Ταξιαρχών στο χωριό Λουτρότοπος
Άρτης. Μαζί τους πήγα και εγώ με την μητέρα μου και κοιμηθήκαμε το βράδυ μέσα στην Εκκλησία. Ήταν νύχτα και η γιαγιά κάτι έψελνε από ένα βιβλίο.


Εγώ σηκώθηκα και γύριζα μέσα στην Εκκλησία που φωτιζόταν από λίγα κεράκια αναμμένα.
Ύστερα άνοιξα την πόρτα του Ιερού, μπήκα μέσα, προχώρησα δύο - τρία βήματα προς την Αγία Τράπεζα και αμέσως σταμάτησα. Άκουσα βήματα ανθρώπου να με πλησιάζουν. Παρατήρησα δύο - τρεις σκιές γύρω από την Αγία Τράπεζα να έρχονται προς το μέρος μου και να με περικυκλώνουν.

Φοβήθηκα και αμέσως βγήκα έξω από το Ιερό. Βλέποντας με η μητέρα μου, πού με έψαχνε, με
μάλωσε. Τότε της λέγει η γιαγιά Λαμπρινή: «Μη μαλώνεις το παιδί. Αυτό είναι παιδί μικρό και αναμάρτητο. Να ήξερες τι αγγελικές δυνάμεις το έχουν περικυκλώσει»!

Κατάλαβα τότε ότι και η γιαγιά Λαμπρινή είδε τα ίδια με μένα και ας ήταν εκτός του Ιερού. Διαπίστωσα έκτοτε ότι η γιαγιά Λαμπρινή δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους.
Όταν αργότερα ενηλικιώθηκα και η γιαγιά είχε περάσει τα ογδόντα της χρόνια, κάποια φορά την βρήκα στην βρύση της αυλής και πριν την χαιρετήσω παρατήρησα ότι, όπως ήταν σκυμμένη, η καμπούρα της είχε μεγαλώσει. Δεν πρόλαβα να κάνω ένα βήμα και τότε η γιαγιά λες και διάβασε την σκέψη μου, σηκώνει το κεφάλι της και μου είπε:

«Είδες, παιδάκι μου, πώς έγινα από το πολύ διάβασμα, όλη την ημέρα σκυμμένη πάνω στα βιβλία με πολλή προσευχή και μετάνοια στον Κύριο, μήπως μπορέσω και πάρω μια μικρή θέση στον οίκο του Κυρίου».


Την διέκρινε μεγάλη ταπεινοφροσύνη. Έλεγε: «Εγώ δεν είμαι τίποτε. Μια φτωχή και αγράμματη αγρότισσα». Και ενώ ήταν ολιγογράμματη, συζητούσε με πολλή άνεση με μορφωμένους ανθρώπους. Μιλούσε για δέκα λεπτά και έλεγε πράγματα πού άλλοι δεν μπορούσαν να τα πουν σε ώρες...

 Ό καθηγητής μας ο θεολόγος για μισή ώρα προσπαθούσε να μας εξηγήσει τι είναι θαύμα και στο τέλος δεν καταλάβαμε πολλά πράγματα. Η γιαγιά όταν την ρώτησα απάντησε:

Είναι πολύ απλό. «Ό,τι είναι αδύνατο για τον άνθρωπο είναι δυνατό για τον Θεό»


πηγή:www.taneatismikrospilias24.com



ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ:ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΖΩΝΤΑΝΗ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ

Γι’ αύτό σάς λέω, είναι πολύ ζωντανή ή Παναγία μας. Άλλη φορά, ένα βράδυ ήρθε μία κυρία καί μου είπε κάτι πού αίσθάνθηκε εδώ πέρα στήν εκκλησία, τήν ώρα τού Εσπερινού.
«Πήγα, Γερόντισσα, νά προσκυνήσω τήν Παναγία καί ήταν τό χεράκι Της πολύ ζεστό. Πάω καί βάζω τό πρόσωπό μου στο χεράκι Της καί βάζω τό πρόσωπό μου στο προσωπάκι Της καί ζεστάθηκε τό μάγουλό μου.
Τί μεγάλη Χάρι πού έχετε, τί ωραία πού είστε έδώ! Πολύ σάς άγαπάει ή Παναγία, πολύ ζωντανή είναι ή Κυρία Θεοτόκος έδώ, τόσο ζεστό τό χεράκι Της καί τό προσωπάκι Της πού άκούμπησα απάνω καί τό αίσθάνθηκα θερμό!».
Πόσο ζωντανή είναι καί πόσο μάς βοηθάει! Όπως παλαιότερα κυκλοφορούσε ή Παναγία μέσα στο Μοναστήρι μας, άπό ’δώ πήγαινε από ’κει, καί ή αδελφή Θεοδώρα πολλές φορές Τήν είδε καί πολλές άλλες Τήν είδαν νά κάνη τον κανόνα Της μπροστά στον Χριστό.
Ύστερα άνοιγε τήν Ωραία Πύλη καί έμπαινε μέσα καί νόμιζαν ότι ήμουν έγώ, ή Γερόντισσα. Καλά, μπορώ εγώ νά μπω από τήν Ωραία Πύλη; Αμα ήμουν έγώ, δεν θά μπορούσα νά μπω άπό τήν Ωραία Πύλη- ήταν ή Παναγία. Πολλές φορές Τήν άκούγανε πού κυκλοφορούσε, άκούγανε τά βήματά Της.
Πολλές φορές Τήν βλέπανε μέ ένα γκρίζο φορεματάκι, μέ ζωστικό γκρί, πανύψηλη. Γι’ αύτό νά Τήν έχετε σέ πολλή ευλάβεια. Κι έτσι λοιπόν ή Παναγία μας θά μάς βοηθάη καί θά μάς σώση δωρεάν. Όποιος Τήν ευλαβείται και όποιος Τήν διακονεί άγογγύστως, όλα τά βηματάκια του τά γράφει. Ένα χαρτάκι θά δήτε και θά τό μαζέψετε; Θά σάς τό γράψη.
‘Ένα σκούπισμα θά κάνετε; Θά σάς τό γράψη. Ό,τι θά κάνετε μέσα στή Μονή γιά τήν άγάπη Της, όλα αύτά θά σάς τά γράφη. Δέν θά μείνη τίποτε άγραφο, τίποτε, όλα, και τό παραμικρό. Καί πάλι θά σάς πω αύτό πού μού είπε ή άδελφή Βρυαίνη: «Πές στις αδελφές νά μή οκνεύουν. Ό,τι κάνουν έδώ μέσα, όλα γίνονται διαμαντένια στον ουρανό».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ
πηγή:orthodoxia.online

Τρίτη 18 Ιουνίου 2019



"Όπως ξεραίνεται το φυτό χωρίς νερό σε άγονο έδαφος,
έτσι ξεραίνεται και η ψυχή του ανθρώπου αν δεν τρέφεται με προσευχή."

"Εάν έχεις φοβερό πόνο που σε βασανίζει και δεν μπορείς να τον υπομένεις άλλο,
δες τον Σταυρό,δες τον Υιό του Θεού με το κεφάλι σκυμμένο να φορά το ακάνθινο στεφάνι.
Σκέψου πόσες φορές χτυπούσαν το κεφάλι αυτό,σκέψου τον πόνο που προκαλούσαν στον Σωτήρα μας τα αγκάθια και θα μάθεις να υπομένεις τον πόνο σου."

Άγιος Λουκάς ο Ιατρός


                 Μία σπάνια φωτογραφία, με τον Άγιο Λουκά να
               χειρουργεί στο Νοσοκομείο του Περεσλάβλ Ζαλέσκι.


Πέντε συγκλονιστικά θαύματα του Αγίου Γεωργίου

Ο Άγιος Γεώργιος ο τροπαιοφόρος, είναι αναμφίβολα, ένας εκ των πλέον λαοφιλών Αγίων. Τα ξακουστά θαύματά του, τον καθιστούν έναν από τους πιο γνωστούς και αγαπητούς Αγίους σε ολόκληρο το Χριστιανικό κόσμο και όχι μόνο.

Η μεταφορά της κολώνας
Μια γυναίκα αγόρασε μια κολώνα και δεν μπορούσε να την στείλει στην Ρώμη που κτιζόταν εκεί μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Είδε λοιπόν στο όνειρο της τον Άγιο, που μαζί της σήκωσε την κολώνα και την έριξαν στην θάλασσα . Η κολώνα βρέθηκε στην Ρώμη με μια επιγραφή να τοποθετηθεί στο δεξί μέρος της εκκλησίας.
Σωτηρία ενός αιχμαλώτου στρατιώτη
Στην Παμφλαγονία του Πόντου τιμούσαν πολύ τον Άγιο και μάλιστα είχαν κτιστεί προς τιμή του πολλοί ναοί. Όλοι τιμούσαν τον Άγιο τόσο ώστε κάθε οικογένεια να δίνει το όνομα του σ’ ένα από τα αρσενικά παιδιά της. Τούτο συνέβη και σε μια ευσεβή οικογένεια. Μεγάλωσε το παιδί της που ήταν φρόνιμο, ηθικό, συνετό, και όταν έγινε είκοσι χρόνων τον κάλεσαν στο στρατό. Στις μάχες που έγιναν εναντίον των βαρβάρων πολλοί Χριστιανοί μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Γεώργιος, έπεσαν σε ενέδρα, και από αυτούς άλλους έσφαξαν, άλλους έκαμαν υπηρέτες και άλλους πώλησαν δούλους. Ο Γεώργιος έγινε υπηρέτης κάποιου αξιωματικού, που τον εκτίμησε πολύ.
Οι γονείς του Γεωργίου για ένα ολόκληρο χρόνο πενθούσαν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το χαμένο τους παιδί. Καθημερινά πήγαιναν στην εκκλησία και γονατιστοί παρακαλούσαν θερμά τον Θεό να τους φανερώσει τι απέγινε το αγαπημένο τους παιδί.
Αλλά και ο Γεώργιος από την εξορία του προσευχόταν στον Θεό να τον απαλλάξει από την σκλαβιά και να τον αξιώσει να συναντηθεί με τους αγαπημένους του γονείς. Πέρασε λοιπόν ένας χρόνος από τότε που εξαφανίστηκε. Έφθασε μάλιστα και η γιορτή του Αγίου και οι γονείς, που πάντα είχαν την ελπίδα ότι το παιδί τους ζει, κάλεσαν τους συγγενείς τους για δείπνο.
Εκείνη την ημέρα ο αξιωματικός του Γεωργίου του ζήτησε να του πλύνει τα πόδια πριν από το φαγητό και γι’ αυτό ο Γεώργιος πήγε να ζεστάνει νερό. Όλη την ημέρα ο Γεώργιος έκλαιγε και παρακαλούσε τον Άγιο του που γιόρταζε να τον ελευθερώσει και να τον οδηγήσει κοντά στους γονείς του. Μόλις το νερό έβρασε και το ετοίμασε για τον αφέντη του, παρουσιάστηκε μπροστά του ο Άγιος έφιππος σ’ ένα άσπρο άλογο και αφού ανέβασε τον νέο σ’ αυτό αμέσως, τον έφερε στο σπίτι του την ώρα που βρίσκονταν όλοι οι καλεσμένοι στο τραπέζι. Έμειναν όλοι τότε έκθαμβοι και όταν εκείνος τους αφηγήθηκε το θαύμα με κάθε λεπτομέρεια, όλοι γεμάτοι χαρά δόξασαν το Θεό.
Στην Μυτιλήνη ήλθαν πειρατές από την Κρήτη για να κλέψουν, λεηλατήσουν και αιχμαλωτίσουν όσο το δυνατό περισσότερους μπορούσαν. Σκέφθηκαν, λοιπόν, να κάνουν την επιδρομή τους την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, που όλοι θα βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία. Πραγματικά οι κουρσάροι έκαναν την επίθεση τους και μεταξύ αυτών που αιχμαλώτισαν ήταν και ένας πολύ ωραίος νέος, ο γιος μίας πλούσιας χήρας. Οι κουρσάροι τον χάρισαν στον Αμιράν της Κρήτης που τον έβαλε υπηρέτη της τράπεζας του.
Η μάνα του από την στιγμή που χάθηκε ο γιος της έκλαιγε και παρακαλούσε τον Θεό και τον Άγιο να της φανερώσει το χαμένο της παιδί. Ο Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος δεν βράδυνε να εκπληρώσει τον πόνο της πονεμένης μάνας. Και ενώ ο νέος ετοιμαζόταν να προσφέρει κρασί στον Αμιράν, ο Άγιος Γεώργιος τον άρπαξε και το μετέφερε στην μάνα του. Και οι δύο δεν πίστευαν στα μάτια τους. Όταν συνήλθαν δόξαζαν τον Θεό και τον Άγιο για τον παράξενο τρόπο της απελευθέρωσης.
Ευεργέτης, αλλά και τιμωρός
Στην Παμφλαγονία υπήρχε ένας μεγάλος ναός προς τιμή του Αγίου Γεωργίου, και στην πλατεία του ναού τα παιδιά έπαιζαν διάφορα παιχνίδια. Ένα από τα παιδιά αυτά δεν μπορούσε να νικήσει σε κανένα από τα πολλά αγωνίσματα, γι’ αυτό τα άλλα το ειρωνεύονταν και το περιγελούσαν. Τότε στράφηκε προς την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και τον παρακάλεσε να το βοηθήσει να νικήσει και υποσχέθηκε ότι θα του προσφέρει ένα σφουγγάτο, δηλαδή φαγητό από αυγά τηγανισμένα με κρεμμύδια και μυρωδικά.
Μόλις έκανε το τάξιμο άρχισε να παλεύει με τα άλλα παιδιά που τα νίκησε. Αμέσως πήγε στο σπίτι του και μόνος του έφτιαξε το σφουγγάτο και το έβαλε μπροστά στην εικόνα του Αγίου. Ύστερα από λίγη ώρα έφθασαν εκεί τρεις νέοι για να προσκυνήσουν και μόλις είδαν το σφουγγάτο σκέφτηκαν να το φάνε. Και είπαν μεταξύ τους: «Τι τα θέλει αυτά ο Άγιος; Μήπως πρόκειται να τα φάει;» Εκάθησαν, λοιπόν, και έφαγαν του σφουγγάτο στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Όταν θέλησαν να φύγουν δεν μπορούσαν να σηκωθούν, γιατί είχαν κολλήσει στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Έκαμαν τότε φτηνά τάματα στον Άγιο για να ξεκολλήσουν, αλλά τίποτα. Όταν έκαμαν ακριβό τάμα, να δώσει ο καθένας από ένα φλωρί, τότε μόνο μπόρεσαν να ξεκολλήσουν και ν’ απελευθερωθούν. Μόλις βγήκαν από την εκκλησία και πήραν θάρρος, είπαν προς τον Άγιο: «Άγιε Γεώργιε, τα σφουγγάτα σου είναι πολύ ακριβά, γι’ αυτό και εμείς δεν θα ξαναγοράσουμε τίποτα από εσένα».
Τιμωρία του Σαρακηνού
Κάποιος Σαρακηνός ταξιδιώτης (ανεψιός του βασιλιά της Συρίας), σαν είδε την θαυμάσια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν τις αποσκευές τους και να τις βάλουν στο νάρθηκα της εκκλησίας, επειδή θα έμεναν εκεί για να ξεκουραστούν και ύστερα να συνέχιζαν το δρόμο τους. Όμως απαίτησε να βάλουν και τις δώδεκα καμήλες μέσα στην εκκλησία. Οι ιερείς της εκκλησίας τον παρακάλεσαν να μην βεβηλώσει την εκκλησία τους. Αλλά αυτός επέμενε και ανέβηκε σ’ ένα ψηλό σημείο του ναού για να τις παρακολουθεί. Όταν τις οδήγησαν λοιπόν στην εκκλησία, αμέσως πέθαναν όλες. Τότε το θαύμα διαδόθηκε , ο δε Σαρακηνός εντυπωσιάσθηκε και ζήτησε να τις βγάλουν έξω και να τις θάψουν. Έμεινε στην εκκλησία μέχρι το πρωί που ήλθε ο ιερέας για να λειτουργήσει. Στη διάρκεια της λειτουργίας, την ώρα της μετουσίωσης των τιμίων δώρων, ο Σαρακηνός είδε όραμα ότι ο ιερέας αφού πήρε στα χέρια του ένα μικρό παιδί, το έσφαξε και το αίμα του χύθηκε στο Άγιο ποτήρι, και το σώμα του αφού το έκοψε σε μικρά κομμάτια το έβαλε στο ιερό δίσκο. Όταν τέλειωσε το κοινωνικό και είδε ο Σαρακηνός τον ιερέα να μεταδίδει στο λαό τις σάρκες και το αίμα του παιδιού, θύμωσε πολύ. Ύστερα από αυτό ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες και να πάρει εξηγήσεις. Ο ιερέας του εξήγησε σχετικά με την θεία ευχαριστία, και ακόμα του είπε ότι αξιώθηκε να δει ένα όραμα που μόνο οι μεγάλοι πατέρες είδαν. «Εγώ – του λέει ο ιερέας – δεν αξιώθηκα ποτέ να δω το φρικτό αυτό Μυστήριο και μόνο άρτο και κρασί βλέπω». Εξήγησε κατόπιν στον Άρχοντα Σαρακηνό το θαυμαστό μυστήριο. Τότε ο Σαρακηνός θέλησε να βαπτισθεί γιατί πίστεψε ότι η Χριστιανική πίστη ήταν η πιο αληθινή. Ο ιερέας τότε του είπε να πάει στα Ιεροσόλυμα να βαπτισθεί, γιατί όταν θα το μάθαινε ο θείος του , που ήταν βασιλιάς της Συρίας, θα τον σκότωνε και θα άρχιζε φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Έτσι λοιπόν ο Σαρακηνός πήγε στα Ιεροσόλυμα όπου υπήρχε άλλος ηγεμόνας και βαπτίστηκε από τον Πατριάρχη. Ύστερα μάλιστα από λίγες μέρες συμβουλεύτηκε τον Πατριάρχη τι έπρεπε να κάνει για να σωθεί. Τότε ο Πατριάρχης τον συμβούλευσε να γίνει μοναχός στο όρος Σινά. Και πραγματικά έτσι έγινε.
Ύστερα από τρία χρόνια πήρε άδεια από τον ηγούμενο του και έφυγε για να συναντήσει τον ιερέα του Αγίου Γεωργίου που τον είχε συμβουλεύσει να βαπτισθεί. Όταν έφτασε εκεί ο ιερέας δεν τον αναγνώρισε. Αφού του αποκάλυψε ποιός ήταν, του εξέφρασε την επιθυμία του να δει τον Χριστό. Ο ιερέας δόξασε τον Θεό και του είπε: «πήγαινε παιδί μου στον θείο σου Αμιράν και ομολόγησε την πίστη σου τόσο σ’ αυτόν όσο και σ’ άλλους Σαρακηνούς». Ο μοναχός σαν τα άκουσε αυτά συγκινήθηκε και ξεκίνησε αμέσως να πάει στην πόλη, όπου ο θείος του ήταν άρχοντας. Όταν έφτασε εκεί, περίμενε να νυχτώσει και ανέβηκε στον μιναρέ του τζαμιού και άρχισε να φωνάζει: «Τρέξτε εδώ Σαρακηνοί, διότι θέλω να σας μιλήσω». Τότε οι Σαρακηνοί έτρεξαν με λαμπάδες και όταν είδαν τον μοναχό, ρώτησαν τι είχε να τους πει. Ο μοναχός τους είπε: «Με ρωτάτε τι έχω να σας πω; Λοιπόν σας ρωτώ: Πού είναι ο ανεψιός του Αμιράν, πού έφυγε κρυφά;» Εκείνοι του απάντησαν. «Αν μας πεις που βρίσκεται θα σου δώσουμε όσα λεφτά θέλεις». Ο μοναχός τους είπε: «Οδηγήστε με στον Αμιράν για να σας το πω».
Αφού άρπαξαν τον μοναχό, τον οδήγησαν με μεγάλη χαρά στον Αμιράν. «Αυτός ο μοναχός γνωρίζει που είναι ο ανιψιός σου», του είπανε. Ο Αμιράς τότε ρώτησε αν στ’ αλήθεια ξέρει που βρίσκεται. «Εγώ ο ίδιος είμαι. Όμως τώρα είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο πνεύμα, τη μία θεότητα και ομολογώ ότι ο υιός του Θεού σαρκώθηκε από την παρθένο Μαρία και έκαμε στον κόσμο μεγάλα θαυμάσια και αφού σταυρώθηκε και πήγε στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού και Πατέρα, πρόκειται να έλθει ξανά για να κρίνει ζωντανούς και πεθαμένους». Μόλις άκουσε αυτά ο θείος του Αμιράς τούπε: «Τί έπαθες, ταλαίπωρε μου, να αφήσεις το σπίτι σου , τα πλούτη σου, τη δόξα σου και να περπατάς περιφρονημένος σαν ζητιάνος; Επίστρεψε λοιπόν στην θρησκεία σου και παραδέξου σαν προφήτη σου τον Μωάμεθ για να επανέλθεις ξανά στην προηγούμενη σου κατάσταση». Ο μοναχός τότε του είπε: «Όσα καλά είχα που ήμουν Σαρακηνός, ήταν μερίδα του διαβόλου. Αυτό το τρίχινο φόρεμα μου είναι το καύχημα και ο πλούτος μου. Το Μωάμεθ που σας πλάνεψε και τη θρησκεία του, αποστρέφομαι εντελώς».
Σαν τα άκουσε αυτά ο Αμιράς είπε προς τους Σαρακηνούς που παρευρίσκονταν εκεί, ότι ο ανεψιός του έχασε τα λογικά του και να τον διώξουν. Αυτό βέβαια το έκαμε για να τον γλιτώσει από το νόμο που προέβλεπε θανατική ποινή στους υβριστές της θρησκείας. Εκείνοι μόλις άκουσαν τον Αμιράν είπαν: «Αφήνεις ελεύθερο αυτόν που ύβρισε τον προφήτη και την θρησκεία μας; Άς αρνηθούμε και εμείς λοιπόν την θρησκεία μας και ας γίνουμε Χριστιανοί». Ο Αμιράς επειδή φοβήθηκε τον όχλο μήπως εξαγριωθεί περισσότερο, έδωκε την άδεια να τον κάμουν ότι θέλουν. Εκείνοι τον άρπαξαν, τρίζοντας τα δόντια από την λύσσα και αφού τον οδήγησαν έξω από την πόλη, τον λιθοβόλησαν ενώ εκείνος προσευχόταν κι ευχαριστούσε τον Θεό, γιατί τον αξίωνε να μαρτυρήσει για το όνομα του Κυρίου μας. Αυτό ήταν το τέλος του θαρραλέου ομολογητή Σαρακινού.
Κάθε νύχτα πάνω από τον σωρό από τις πέτρες , φαινόταν ένα άστρο λαμπρό που φώτιζε τον κόσμο εκείνο. Οι Σαρακηνοί μάλιστα θαύμασαν το γεγονός. Ύστερα από αρκετό καιρό ο Αμιράς έδωσε άδεια στους Χριστιανούς να βγάλουν το Άγιο λείψανο του μάρτυρα από τις πέτρες για να το θάψουν. Όταν λοιπόν σήκωσαν τις πέτρες, βρήκαν το λείψανο «σώον και αβλαβές» και ανάδιδε ευωδία. Αφού το προσκύνησαν με ευλάβεια, το ενταφίασαν με ύμνους και ψαλμωδίες στον Κύριο.
Η κόρη του βασιλιά γλιτώνει από τον δράκοντα
Στην Ανατολική επαρχία της Αττάλειας και στην πόλη Αλαγία βασίλευε κάποιος Σέλβιος που ήταν πολύ Χριστιανομάχος. Είχε βασανίσει πολλούς Χριστιανούς για ν’ αρνηθούν την πίστη τους και έπειτα τους φόνευε.
Κοντά στην πόλη υπήρχε ένας δράκοντας φοβερός που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατάτρωγε. Οι κάτοικοι είχαν πανικοβληθεί και απόφευγαν να περνούν από εκεί. Κάποτε ο βασιλιάς συγκέντρωσε στρατό και πήγε για να σκοτώσει το άγριο θηρίο. Όμως δεν πέτυχε και επέστρεψε άπρακτος.
Όταν είδαν οι κάτοικοι ότι ο βασιλιάς απέτυχε να σκοτώσει τον δράκοντα πήγαν να τον ρωτήσουν γιατί δεν μπόρεσε να βρει τρόπους να εξοντώσει το θηρίο. Τότε ο βασιλιάς ύστερα από συμβουλή που του έδωσαν οι ιερείς των ειδώλων, είπε στο πλήθος: «Γνωρίζετε ότι επιχειρήσαμε αρκετές φορές να σκοτώσουμε το θηρίο και δεν το κατορθώσαμε, γιατί έτσι ήταν το θέλημα των Θεών. Τώρα λοιπόν, σύμφωνα με την εντολή τους, θα πρέπει ο καθένας μας να στέλλει το παιδί του για να το τρώει ο δράκοντας. Ακόμα και εγώ θα στείλω την μοναδική μου κόρη, όταν έλθει η σειρά της». Έτσι, λοιπόν, ο λαός υπάκουσε στην διαταγή του βασιλιά γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώτικα. Έστελναν, δηλαδή τα παιδιά τους με δάκρυα και με θρήνους να καταβροχθίζονται από το θηρίο.
Όταν ήλθε και η σειρά της κόρης του βασιλιά, ξετυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Ο βασιλιάς κτυπούσε το στήθος του και το πρόσωπο του, τραβούσε τα γένια του και με λυγμούς έλεγε: «Αλίμονο σε μένα τον ταλαίπωρο! Τι να πρωτοκλάψω γλυκό μου παιδί; Το χωρισμό μας ή τον ξαφνικό σου θάνατο που θα δω σε λίγο; Τι να πρωτοθρηνήσω, αγαπημένο μου παιδί, το κάλλος σου ή τον τρόμο, που σε λίγο θα νοιώσεις σαν σε κατασπαράζει το θηρίο; Αλίμονο, κόρη μου, που έλαμπες σαν πολύφωτη λαμπάδα στο παλάτι μου και περίμενα την ώρα που θα γιόρταζα τους γάμους σου. Πού θα βρω πια παρηγοριά και πως θα ζήσω μακριά σου; Τι την θέλω την ζωή και τα παλάτια χωρίς εσένα;» Αυτά έλεγε ο απαρηγόρητος βασιλιάς. Έπειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε: «Αγαπητοί μου φίλοι και άρχοντες, σας ζητώ να με συμπονέσετε. Σας προσφέρω πλούτη όσα θέλετε και ακόμα την βασιλεία μου, αλλά να μου κάνετε μια χάρη. Να μου χαρίσετε το μονάκριβο παιδί, αλλιώτικα αφήστε και εμένα να πάω μαζί της». Κανένας όμως δεν συγκινήθηκε από τα λόγια του βασιλεία, γιατί αυτός ήταν που έβγαλε την διαταγή, για να βρίσκουν τα παιδιά του τέτοιο οικτρό τέλος. Έτσι με μια φωνή όλοι του είπαν, ότι έπρεπε να εφαρμοστεί και στο παιδί του η διαταγή του.
Σαν δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά ο βασιλιάς, την συνόδευσε μέχρι την πύλη της πόλης. Αφού την αγκάλιασε και την φίλησε, την παρέδωσε στους ανθρώπους για να την οδηγήσει στην λίμνη. Πραγματικά οι άνθρωποι την άφησαν και έφυγαν. Ο λαός έβλεπε μέσα από τα τείχη την κόρη που καθόταν κοντά στην λίμνη και περίμενε να έλθει το θηρίο για να την κατασπαράξει.
Εκείνο τον καιρό ο μέγας Γεώργιος, που δεν είχε ακόμη ομολογήσει την Χριστιανική του πίστη, ήταν κόμης και αρχηγός στρατιωτικής μονάδας στο στράτευμα του Διοκλητιανού. Επέστρεφε μάλιστα στην Καππαδοκία από μια εκστρατεία που έκανε μαζί με τον Διοκλητιανό. Από Θεού θέλημα πέρασε και από την λίμνη και όταν είδε το νερό, θέλησε να ποτίσει το άλογο του και να ξεκουραστεί και ο ίδιος. Όταν είδε την κόρη να κλαίει ασταμάτητα και να διακατέχεται από αγωνία και τρόμο, την πλησίασε και την ρώτησε γιατί έκλεγε και ακόμη ποιος ήταν ο λόγος που την παρακολουθούσε ο λαός μέσα από τα τείχη. Η κόρη του είπε ότι αδυνατούσε να του διηγηθεί τα όσα συνέβησαν και τα όσα επρόκειτο να συμβούν και τον παρακάλεσε να καβαλήσει το άλογο του και να φύγει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε γιατί κινδύνευε να χάσει την ζωή του και ήταν τόσο νέος και ωραίος. Ο Άγιος επέμενε να μάθει τι της συνέβηκε. Και αυτή του είπε: «Είναι μεγάλη η αφήγηση, κύριε μου, και δεν μπορώ να σου τα αφηγηθώ όλα με λεπτομέρειες. Μόνο σου λέγω και σε παρακαλώ να φύγεις τώρα αμέσως για να μην πεθάνεις άδικα μαζί μου». Και ο Άγιος της είπε: «Πες μου την αλήθεια, γιατί κάθεσαι εδώ και ορκίζομαι στον Θεό, που πιστεύω εγώ , ότι δεν θα σε αφήσω μόνη, αλλά θα σε ελευθερώσω από τον θάνατο, αλλιώτικα θα πεθάνω και εγώ μαζί σου».
Τότε η κόρη αναστέναξε πικρά και διηγήθηκε στον Άγιο τα όσα συνέβησαν. Αφού άκουσε εκείνος τα γεγονότα, ρώτησε την κόρη: «Σε ποιο Θεό πιστεύουν ο πατέρας σου και η μητέρα σου και ο λαός;» Και εκείνη του αποκρίθηκε: «Πιστεύουν στον Ηρακλή και στην μεγάλη θεά Άρτεμη». Ο άγιος τότε της είπε: «Από σήμερα να μην φοβάσαι ούτε και να κλαίς. Μόνο πίστεψε στον Χριστό, που πιστεύω εγώ, και θα δεις την δύναμη του Θεού μου». Η βασιλοπούλα απάντησε στον Άγιο: «Πιστεύω, κύριε μου, μ’ όλη μου την ψυχή και μ’ όλη μου την καρδιά». Ο Άγιος συνέχισε: «Έχε θάρρος στον Θεό που δημιούργησε τον ουρανό και την γη και την θάλασσα διότι ο Χριστός πρόκειται να καταργήσει την δύναμη του θηρίου και θα ελευθερωθούν και ακόμα θα διώξουν τον φόβο του θηρίου όλοι οι κάτοικοι του τόπου αυτού. Μείνε, λοιπόν, εδώ και μόλις δεις το θηρίο να έρχεται, φώναξε μου».
Τότε ο Άγιος έκλεινε τα γόνατα του στη γη και αφού σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό προσευχήθηκε και είπε: «Ο Θεός ο Μεγάλος και Δυνατός που κάθεται πάνω στα χερουβίμ και επιβλέπει αβύσσους, που είναι ευλογητός και υπάρχει στους αιώνες, συ γνωρίζεις ότι οι καρδίες είναι μάταιες, Συ φιλάνθρωπε Δεσπότη και κύριε επίβλεψε και τώρα σε μένα τον ταπεινό και ανάξιο δούλο σου και φανέρωσε μου τα ελέη σου. Κάνε να υποτάξω το φοβερό αυτό Θηρίο για να γνωρίσουν όλοι ότι υπάρχεις μαζί μου και ότι είσαι ο μόνος αληθινός Θεός». Τότε ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που του είπε. «Εισακούστηκε η δέηση σου Γεώργιε, και κάνε όπως θέλεις, διότι εγώ θα είμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις τελείωσε την προσευχή του ο Άγιος, φάνηκε το άγριο θηρίο. Όταν το είδε η κόρη φώναξε: «Αλλοίμονο μου , κύριε μου! Έρχεται το θηρίο για να με κατασπαράξει».
Τότε ο Άγιος έτρεξε για να συναντήσει το θηρίο. Ήταν το θηρίο φοβερό. Έβγαζε από τα μάτια του φωτιά και ήταν τόσο εξαγριωμένο και απαίσιο που παρουσίαζε θέαμα τρομερό. Αμέσως ο Άγιος έκανε το σημείο του τιμίου Σταυρού και είπε: «Κύριε ο Θεός μου, ημέρεψε για χάρη μου, που είμαι δούλος σου, το θηρίο αυτό για να πιστέψει ο λαός στο όνομα Σου το Άγιο» . Έτσι και έγινε. Ο φοβερός δράκοντας με τα μεγάλα δόντια έπεσε στα πόδια του αλόγου του Αγίου και βρυχούταν. Μόλις η βασιλοπούλα είδε το θέαμα, ένοιωσε χαρά μεγάλη. Και ο Άγιος της είπε: «Βγάλε την ζώνη σου και δέσε με αυτή τον δράκοντα από τον λαιμό». Αμέσως τότε η κόρη άφοβα έβγαλε την ζώνη της και έδεσε το δράκοντα, και ευχαριστούσε τον Άγιο που την γλίτωσε από τον βέβαιο θάνατο. Ο Άγιος αφού ανέβηκε στο άλογο του, είπε προς την βασιλοπούλα: «Σύρε τον δράκοντα με την ζώνη σου μέχρι την πόλη».
Όταν είδαν οι κάτοικοι το παράξενο θέαμα, την κόρη δηλαδή να σέρνει δεμένο τον δράκοντα, τράπηκαν σε φυγή. «Μη φοβάσθε, σταθείτε και θα δείτε την δόξα του Θεού και την σωτηρία σας» τους είπε ο Άγιος. Τότε σταμάτησαν όλοι απορημένοι και περίμεναν να δουν τι θα τους δείξει. Τους προέτρεψε λοιπόν, να πιστέψουν στον αληθινό Θεό και αυτοί δέχτηκαν με χαρά. Αφού σήκωσε το χέρι του κτύπησε με το ακόντιο τον δράκοντα και το φοβερό τέρας σκοτώθηκε. Έπειτα αφού πήρε από το χέρι την βασιλοπούλα, την παρέδωσε στον βασιλιά. Όλοι ένοιωσαν μεγάλη και ανέκφραστη χαρά και αφού γονάτισαν, κατάφιλούσαν τα πόδια του Αγίου και ευχαριστούσαν τον Πανάγαθο Θεό, διότι τους ελευθέρωσε από το Θηρίο κι έτσι σταμάτησε η θυσία των παιδιών τους.
Ο Άγιος κάλεσε από κάποια πόλη της Αντιόχειας τον επίσκοπο Αλέξανδρο και βάπτισε τον βασιλιά και τους άρχοντες και όλο το λαό. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες βάπτισε σαράντα πέντε χιλιάδες.
Αφού λοιπόν βαπτίστηκαν όλοι και έγινε μεγάλη χαρά στη γη και στον ουρανό, έκτισαν και μια μεγάλη εκκλησία στο όνομα του Θεού. Ο Άγιος πήγε να την δει. Μόλις μπήκε στο Άγιο βήμα και προσευχήθηκε, βγήκε πηγή αγιάσματος και σκορπίστηκε ευωδία στον ναό. Η πηγή αυτή σώζετε μέχρι σήμερα.
Ο Άγιος αφού αποχαιρέτησε τον βασιλιά και το λαό, έφυγε για την πατρίδα του την Καππαδοκία. Στο δρόμο του συνάντησε το διάβολο μετασχηματισμένο σε μορφή ανθρώπου. Κρατούσε δύο ραβδιά στα οποία στηριζόταν σαν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σαν νικημένος και καταφρονημένος στρατιώτης. Είπε, λοιπόν με ταπείνωση στον Άγιο: «Χαίρε Γεώργιε». Ο Άγιος αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο διάβολος και του είπε: «Ποιος είσαι και πώς με ξέρεις; Αν δεν ήσουνα ο πονηρός διάβολος δεν θα μπορούσες να με ξέρεις, αφού ποτέ ξανά δεν με έχεις δει». Ο διάβολος απάντησε: «Πώς τολμάς να υβρίζεις του αγγέλους του Θεού και ρωτάς ποιος είμαι εγώ; Μάθε να μιλάς καλά». Ο Άγιος τότε αποκρίθηκε: «Αν είναι έτσι όπως μου τα λες και είσαι Άγγελος, ακολούθησε με. Αν όμως είσαι πνεύμα πονηρό, να μην μετακινηθείς από την θέση σου». Μόλις τέλειωσε το λόγο του αυτό ο Άγιος, ο διάβολος βρέθηκε δεμένος και φώναξε δυνατά: «Αλλοίμονο μου! Τι κακή ώρα ήταν αυτή που σε συνάντησα! Τι κακό έπαθα να πέσω στα χέρια σου ο ταλαίπωρος!».
Ο Άγιος βεβαιώθηκε ότι ήταν πνεύμα πονηρό και του είπε: «Σε ορκίζω στο Θεό να μου πεις τι επρόκειτο να μου κάνεις». Και ο δαίμονας είπε: «Εγώ, Γεώργιε, είμαι από το δεύτερο τάγμα του Σατανά και όταν ο Θεός έκαμε τον ουρανό και διαχώριζε τη γη από τα νερά ήμουνα παρών. Εγώ έκαμα φοβερές βροντές και αστραπές, εγώ έδεσα κεφαλές και τώρα από την περηφάνια μου κατάντησα κάτω στον Άδη και έγινα δαίμονας. Αλλοίμονο μου , Γεώργιε, γιατί ζήλεψα τη χάρη που σου δόθηκε και ήθελα να σε παραπλανήσω για να με προσκυνήσεις. Αλλά πλανήθηκα. Αλλοίμονο μου τι κακό εζήτησα να πάθω και δεν μπορώ να λυθώ. Σε παρακαλώ Γεώργιε, θυμήσου την προηγούμενη μου ευτυχία και μη με αφήσεις να επιστρέψω στην άβυσσο γιατί σου τα είπα όλα». Τότε ο Άγιος αφού ύψωσε τα χέρια στον ουρανό είπε: «Σ’ ευχαριστώ Κύριε μου, διότι μου παρέδωσες στα χέρια μου τον πονηρό δαίμονα, που πρόκειται να σταλεί σε σκοτεινό τόπο για να τιμωρείται αιώνια». Μόλις είπε αυτά ο Άγιος επετίμησε και απόλυσε το πονηρό πνεύμα.
 πηγή: www.dogma.gr

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

"O Θεός παρακολουθεί την καρδιά μας και ελέγχει το περιεχόμενό μας.
Να εξετάζουμε συνεχώς τον εαυτό μας,να μετανοοούμε για το παρελθόν και να φοβόμαστε 
 τις αδυναμίες μας.
Να μην χάνουμε όμως την ελπίδα της σωτηρίας μας."

Άγιος Παίσιος Αγιορείτης

"Τα έργα δεν χρειάζονται λόγια,γιατί αυτά φαίνονται από μόνα τους.
Τα λόγια μάλλον χρειάζονται να γίνουν πράξεις,
εάν είναι σύμφωνα με τη σεμνότητα.
Αν λοιπόν θέλεις να γίνεις φημισμένος και στα δύο,
και να ενεργείς λογικά και να μιλάς με έργα"

Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης

"Αν θέλεις να αφήσεις πολύ πλούτο στα παιδιά σου,άφησέ τους στην πρόνοια του Θεού.
Αυτός,όταν δει ότι Του δείχνεις τόση εμπιστοσύνη και τον αναγνωρίζεις συγκληρονόμο,
πως δεν θα τους εξασφαλίσει κάθε αγαθό; "

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ ΒΟΛΟΥ

Να προσέξουμε την ««. Να λέμε όλο και περισσότερο την «ευχή», διότι όσο πλησιάζουν τα χρόνια προς το τέλος του κόσμου τόσο θα απομακρύνεται ο άνθρωπος από τον Θεό.

Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος έλεγε πως όσο πλησιάζουμε στα χρόνια του αντιχρίστου τόσο χειρότεροι θα γινόμαστε μοναχοί και κοσμικοί.
Σήμερα δεν υπάρχει οικογένεια που δεν έχει προβλήματα κυρίως από τα παιδιά της. Φοβερά προβλήματα. Φθάσαμε στην κατάσταση που ο ένας να μην θέλει να δει τον άλλον.
Ο διάβολος περιλαβαίνει και τα Μοναστήρια.Έχει μια ουρά, που είναι απεριόριστη και τυλίγεται στον καθέναν και του λέει:
«Μην κάνεις εκείνο, κάνε το άλλο, μην κάνεις προσευχή, μην κάνεις αυτό το κάνεις μεθαύριο, κοιμήσου» και φέρνει τη χαύνωση.
Εμείς λοιπόν να κάνουμε υπακοή… Αν εμείς δεν κάνουμε υπακοή δεν θα μας σκεπάζει η Χάρις Του. Τίποτα δεν γίνεται έτσι. Και να προσεύχεται ένας άνθρωπος από το πρωί μέχρι το βράδυ για έναν άλλο άνθρωπο, αν δεν έχει εκείνος προαίρεση δεν τον βοηθάει η προσευχή.
Γι΄αυτό θέλει λοιπόν να έχουμε καλή προαίρεση, να θέλουμε τη σωτηρία μας και να θέλουμε να αγωνιστούμε.Αγώνας! Πώς είναι σε ένα γήπεδο σε ένα στάδιο που αγωνίζονται να κερδίσουν το κύπελλο, έτσι κι εμείς πρέπει να τρέχουμε να λέμε την ευχή συνέχεια. Είναι κόπος. Για να πουν οι Άγιοι Απόστολοι » Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» για να πει ο Χριστός: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν» δεν το είπε τυχαία, ένας Θεός το είπε.
Γιατί το είπε; Για να αγωνιστούμε. Όταν έχει την προσευχή κανείς έχει ευκινησία στη δουλειά του, έχει χάρη και ζητά να εργαστεί τον Θεόν και δεν υπολογίζει τον εαυτό του καθόλου. Δεν υπολογίζει κόπο, θέλει τον Θεό να ευχαριστήσει. ‘Ετσι δείχνει την αγάπη του στον Θεό. Γρηγορείτε και προσεύχεσθε. Τον λόγο αυτό να τον έχουμε ανά πάσα στιγμή στη διάνοιά μας, να μη μας φεύγει.
Οι μέρες είναι λίγες, οι ώρες είναι λίγες και πρέπει αυτά τα πράγματα να τα εκμεταλλευόμαστε και να μη γυρίζουμε από το άλλο πλευρό. ‘Οταν ο διάβολος μας λέει ότι δεν μπορείς να του λέμε:»Όχι μπορώ, θα σηκωθώ».
Σήκω σήκω γιατί ήρθε η Δευτέρα Παρουσία. Όταν έχουμε αυτόν τον λογισμό, ότι ήρθε η Δευτέρα Παρουσία θα πεταγόμαστε μέχρι εκεί πάνω στο ντιβάνι….».
Από το βιβλίο: Λόγια καρδιάς, Γερόντισσα Μακρίνα, 1921-1995
πηγη:www.vimaorthodoxias.gr

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019


 ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ!
Το να μάχεσαι για το καλό και το δίκαιο του τόπου δεν είναι ντροπή,δεν είναι ρατσισμός,
δεν είναι φασισμός!
Είναι η ανιδιοτελής αγάπη  για την πατρίδα μα πρώτα από όλα για τον Θεό Πατέρα μας.
Τα πάνδημα συλλαλητήρια είναι η καθαρή απάντηση σε όλους επιβουλεύονται την Ελλάδα:
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ!ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ!
Το ζήτημα δεν ξεχνιέται,δεν πουλιέται και δεν παραδίνεται!
Το αίμα που κύλησε και εξακολουθεί να κυλάει ήταν και είναι ελληνικό.
Να μην ξεχνάμε!
Να τιμούμε τους ένδοξους προγόνους μας! Είναι το χρέος μας μπροστά στην καπήλευση του τόπου,της ιστορίας,του πολιτισμού μας!

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΕΝ ΠΟΥΛΙΕΤΑΙ



Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς Βόλου
Σήμερα ήρθε ένας κύριος πού μόλις μπήκε μέσα στο Μοναστήρι, είπα: «Αύτός ό άνθρωπος κάτι καλό έχει μέσα στήν ψυχή του». Δέν ξέρω, μιά άλλοίωσι ήρθε μέσα στήν ψυχή μου. Είχε ένα προσωπάκι πού έλαμπε. Πριν έρθη στο αρχονταρίκι, μιλούσα μέ λαϊκούς γιά τήν προσευχή, τί δύναμι έχει ή προσευχή καί τί σοβαρό είναι όταν ό άνθρωπος προσέχη στο θέμα τής ψυχής. 

Όχι προσευχή νά τελειώσουμε μόνο τα κομποσχοίνια μας -και αυτό βέβαια τό δέχεται- άλλα να νοιώσουμε τον Δεσπότη μας Χριστό, νά Τον νοιώσουμε στην καρδιά μας, αύτή είναι πραγματική προσευχή. Καθώς λοιπόν συζητούσαμε τί είναι ή προσευχή, ό άνθρωπος αύτός άκούγοντας προσευχή, μέσα του αλλοιώθηκε.
Τό πρόσωπό του έλαμψε περισσότερο- είδα σάν μία ακτίνα στο πρόσωπό του, καί μου είπε: «Γερόντισσα, μπορώ νά σάς μιλήσω;». «Ευχαρίστως, νά μου μιλήσετε», είπα. «Έγώ ήμουν δέκα χρόνων παιδάκι- ή μητέρα μου ήταν εύσεβεστάτη, πολύ άγια γυναίκα, τέτοια άκρίβεια πού είχε στή ζωή της, σάν νά ήταν μία κατά κόσμον μοναχή. 
Καί αν δεν ζούσε στο Μοναστήρι, πολιτευόταν σάν νά ήταν μοναχή- τόσο ευλάβεια είχε. Καί μου λέει μιά μέρα: “Παιδάκι μου, νά πάμε στον Εσπερινό, νά πάμε στήν εκκλησία νά άνάψουμε ένα κεράκι;”. “Νά πάμε, μαννούλα”. Αφού φθάσαμε, μόλις μπήκαμε στήν έκκλησία, σάν νά μέ τράβηξε μία δύναμι στο παγκάρι. Καί βλέπω μία πανύψηλη μοναχή μέ κάλυμμα πού είχε ένα κόκκινο σταυρό. Έγώ Τήν κοίταζα, αύτή μέ κοίταζε- ή μητέρα πήγε νά προσκυνήση τις εικόνες. Κάτι άνεξήγητο μέ τραβούσε νά Τήν κοιτάζω όλο καί περισσότερο.
Αμα τό σκεφτώ σαλεύεται ό νους μου. Τέτοια ομορφιά, τέτοια ώραία μορφή, τέτοιο κάλλος, άστραφτε τό πρόσωπό Της- κι έγώ Τήν κοίταζα καί Αύτή μέ κοίταζε καί μου χαμογελούσε καί έγώ Τήν κοίταζα, Τήν κοίταζα καί δεν Τήν χόρταινα. Ελαμπε τό πρόσωπό Της! Κι αύτή ή άκτινοβολία πού έλαμπι στο πρόσωπό Της ήρθε στήν καρδιά μου. “Μαμά, μαμά, μαμά!”, φώναξα εκείνη τήν ώρα. “Τί είναι παιδάκι μου, τί έπαθες;”. 
“Μία γυναίκα πού μοιάζει μέ τήν Παναγία κάθεται εδώ στο παγκάρι”. Καί μέ ρωτάει: "Πού είναι, παιδί μου; Πού είναι, παιδάκι μου;”, δέν τήν έβλεπε ή μητέρα μου. “Νά καλέ μαμά, εδώ στο παγκάρι, δέν Τήν βλέπεις; Κοίταξε τί άνάστημα, τί όμορφη πού είναι, πολύ ωραία, λάμπει, μαμά, λάμπει!”. Η γυναίκα αύτή, μόλις φώναξα, βάδισε σιγά-σιγά, άνοιξε τήν Ωραία Πύλη καί μπήκε μέσα στο Ιερό. Αυτό δέν μπορώ νά τό ξεχάσω, όπου πάω κι όπου σταθώ, αύτό τό πρόσωπο βλέπω μπροστά μου. Κι άπό τότε άρχισα νά κάνω τήν Παράκλησι τής Παναγίας. Πολύ τήν αγαπώ. Τέτοια αγάπη πού έχω στήν Παναγία, Γερόντισσα, μά δέν λέγεται».
«’Έ, είπα, αφού Τήν αγαπάς νά εύχεσαι καί γιά μένα». «Πολύ Τήν άγαπάω. Αλήθεια, δέν μπορώ νά σάς τό περιγράφω». Καί τού είπα: «Αφού τόσο Τήν άγαπάς άντί γιά μία φορά, τρεις φορές τήν ήμέρα νά Τής κάνης Παράκλησι». «Ναί; μέ ρώτησε, μπορώ;». «Πώς δέν μπορείς, τού απάντησα, τρεις φορές τήν ήμέρα Παράκλησι νά κάνης». Τί μεγαλείο, τί πίστι πού έχουμε!
Σκεφτείτε, αφού καί κόρα πού είναι μεγάλος άνθρωπος, Τήν βλέπει μπροστά του, μετά άπό τόσα χρόνια! Δέν μπορεί νά τού φύγη αύτή ή μορφή! Καί λέω, γιά κοίταξε τί κάνει ό Θεός. Τί εμφυτεύτηκε στήν ψυχή αυτού τού άνθρώπου άπό τήν παιδική του ήλικία. Κι όταν τά διηγείτο άστραφτε τό πρόσωπό του, κι έβλεπες τό θειο χορτασμό στήν καρδιά του. 
Έμεινα άναλογιζομένη τί μπορεί νά συναντήση κανείς σ’ ένα κοσμικό άνθρωπο! Τα ματάκια του μέσα δάκρυζαν αφού μου ήρθε μέσα στην ψυχή μου ένα άλλο πράγμα- τόσο πολύ άντανάκλασε ή Χάρις τής Παναγίας μέσα στήν ψυχή μου. Τόση ευλάβεια αίσθάνθηκα, τόσο πολύ αλλοιώθηκα, πού, κατά κάποιον τρόπο, ή ψυχή μου ήθελε νά τον άγκαλιάση. Και ήθελα νά καταλήξω, τί ωραίο πράγμα ή Κυρία Θεοτόκος νά παρουσιάζεται σέ ώρισμένους άνθρώπους, γιά νά μάς δείξη τά μεγαλεία πού έχει ετοιμάσει ό Θεός στον ούρανό καί τήν άγάπη πού έχει προς έμάς! Τί σπουδαίο, πολύ σπουδαίο!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.   ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ  ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ.
πηγή:www.iellada.gr
"Αφιέρωσε μισή ώρα το εικοσιτετράωρο για να λες την ευχούλα.
'Οποτε μπορείς.
Καλύτερα το βράδυ.
Να την λες χωρίς να κρατάς κομποσκοίνι,ικετευτικά,παρακλητικά,κλαψιάρικα.
"Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!"
Καλλιέργησε αυτό και θα δεις τι καρπό θα βγάλει! 
Από μισή ώρα,θα γίνει μία ώρα.
Και πρόσεξε εκείνη την ώρα. 'Η τηλέφωνο θα χτυπήσει ,αυτή τη δουλειά πρέπει να την κάνω τώρα ή ύπνος θα σου έρθει, ή καμία βλασφημία θα σε χτυπήσει.
Τίποτε.Κλείσε το τηλέφωνο.
Τελείωσε τις δουλείς σου και κάνε αυτο μισή ώρα και θα δεις!
Φύτεψες ένα δενδράκι και αύριο μεθαύριο θα κάνει καρπό.

Κι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Άγιος Βασίλειος από αυτό άρχισαν και έγιναν 
φωστήρες της οικουμένης.
Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος από κοσμικός είχε εμπειρία ακτίστου Φωτός.
Κοσμικός ήταν.
Πόσο κοσμικοί φαίνονται έτσι εξωτερικά,και κατά βάθος είναι καλόγεροι!

+Γέροντας Εφραίμ Καντουνακιώτης